- δυσανασχετώ
- δυσανασχετώ, δυσανασχέτησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δυσανασχετώ — δυσανασχετῶ ( έω) (AM) στενοχωριέμαι, μέ καταλαμβάνει δυσφορία και αδημονία αρχ. υποφέρω κάτι με δυσκολία … Dictionary of Greek
δυσανασχετώ — δυσανασχέτησα, δυσφορώ, αγανακτώ για κάτι: Δυσανασχετώ με την αυθάδειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσανασχετῶ — δυσανασχετέω bear ill pres subj act 1st sg (attic epic doric) δυσανασχετέω bear ill pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανασχέτῳ — δυσανάσχετος hard to bear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαριέμαι — και βαριούμαι (Μ βαριοῡμαι και βαριῶμαι) 1. τεμπελιάζω, αδιαφορώ 2. βαριέμαι να..., κουράζομαι να... 3. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 4. δυσανασχετώ για κάτι μσν. αγανακτώ, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαριούμαι και βαριέμαι είναι μεταπλασμένοι τ. του αρχ.… … Dictionary of Greek
υποδυσχεραίνω — Α δυσανασχετώ κάπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δυσχεραίνω «δυσανασχετώ, αισθάνομαι δυσαρέσκεια»] … Dictionary of Greek
αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… … Dictionary of Greek
αδυσανάσχετος — η, ο [δυσανασχετώ] αυτός που δεν δυσανασχετεί ή δεν δυσανασχέτησε, ο βολικός, ο καλόβολος … Dictionary of Greek
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek
αναίνομαι — ἀναίνομαι (Α) 1. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι, αποκρούω, απορρίπτω με περιφρόνηση ή βδελυγμία 2. απαρνούμαι, αποκηρύσσω, δεν αναγνωρίζω 3. αποφεύγω να κάνω κάτι 4. ντρέπομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + αἴνομαι «βεβαιώνω, δέχομαι,… … Dictionary of Greek